δαπανίζω

δαπανίζω
δαπανίζω (Μ) [δαπάνη]
1. φθείρω, κατατρώγω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαπανισμένος, -η, -ον
εξασθενημένος, αδυνατισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”